- πουκκινιά
- η, Ν(μυκητ.) βλ. πουκσίνια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πουκσίνια — και πουκινία και πουκκινία, η, Ν (μυκητ.) γένος βασιδιομυκήτων που ανήκει στην τάξη ουρεδινώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. puccinia, από το όν. τού Ιταλού ανατόμου Tommaso Puccini] … Dictionary of Greek